
Χρήστος Τσαγανέας: Ο αριστοκράτης που έφτασε να κοιμάται σε μαούνα, η γυναίκα που πήρε διαζύγιο για να τον παντρευτεί κι ο θάνατος στα γενέθλιά του
Ο Χρήστος Τσαγανέας γεννήθηκε σαν σήμερα στη Βράιλα της Ρουμανίας στις 2 Ιουλίου του 1906 και πέθανε ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976
Ο Χρήστος Τσαγανέας προέρχονταν από μια εύπορη οικογένεια και ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική.
Η Νίτσα Βιτσώρη υπήρξε καλλονή και όταν γνώρισε τον Γιώργο Βιτσώρη, ο οποίος σπούδαζε ιατρική, ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα με εκείνον να εγκαταλείπει τις σπουδές του για να γίνει ηθοποιός και σύντομα ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας όπου απέκτησαν μια κόρη.
Την δεκαετία του ’20, η Νίτσα Βιτσώρη γνωρίζει τον Χρήστο Τσαγανέα. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Αποτέλεσμα ήταν να χωρίσει η Νίτσα Βιτσώρη με τον σύζυγό της και ο Χρήστος Τσαγανέας να ανακοινώσει στους γονείς του ότι αφήνει τις σπουδές του στη Νομική για να γίνει ηθοποιός. Ο πατέρας του τον αποκλήρωσε και εκείνος συνέχισε το όνειρό του στο πλευρό της γυναίκας που αγάπησε υπερβολικά παρά το γεγονός ότι εκείνη τον περνούσε εφτά χρόνια.
Στον κινηματογράφου διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους και έμεινε στην ιστορία για τις ατάκες του: Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 1948) και Βεβαίως-Βεβαίως (Το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, 1959).
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το αποδιδόμενο στον Βιτσέντζο Κορνάρο θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ, όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο κι έγινε γνωστός στη θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του ’60 στράφηκε στην κωμωδία, συνεργαζόμενος με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο θίασος της Κατερίνας, του οποίου ο Τσαγανέας ήταν βασικό στέλεχος. από θίασος πρόζας έγινε επιθεωρησιακός και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου Πολεμικές Καντρίλιες. Στην περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως καλλιτέχνης και ως πατριώτης. Μετά την απελευθέρωση πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του θιάσου Ενωμένοι Καλλιτέχνες, μαζί τους Αιμίλιο Βεάκη, Αντώνη Γιαννίδη, Θόδωρο Μορίδη, Γιώργο Παππά, Γιώργο Σεβαστίκογλου και Τζόλυ Γαρμπή, που υπηρετούσε το λαϊκό θέατρο.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη Ο Κακός Δρόμος, που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Έγινε γνωστός με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Οι Γερμανού Ξανάρχονται (1948). Ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου φώναζε: Άνθρωποι, Άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Το 1959 υποδύθηκε τον διευθυντή του Κολεγίου στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο και ξεχώρισε με την ατάκα βεβαίως – βεβαίως.
Το τέλος
Πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976.Είχε συμπληρώσει τα 70 του χρόνια, γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1906 – κατ’ άλλους, το 1905. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών συναδέλφων του. Οκτώ χρόνια αργότερα, μια μέρα μετά την εκταφή του, στο ίδιο μνήμα τοποθετήθηκε η σορός του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίτσα Τσαγανέα άφησε την τελευταία της πνοή το 2002 έχοντας κλείσει 100 χρόνια ζωής. Ετάφη δίπλα στην κόρη που είχε από τον πρώτο της γάμο, η οποία είχε φύγει από τη ζωή το 1997 σε ηλικία 73 ετών.
Πηγή